περίφοβος

περίφοβος
ος , ον см. περίτρομος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περίφοβος" в других словарях:

  • περίφοβος — in great fear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφοβος — η, ο / περίφοβος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος. επίρρ... περιφόβως ΝΜΑ με πολύ μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόβος (πρβλ. επί φοβος)] …   Dictionary of Greek

  • περίφοβος — η, ο ο πολύ φοβισμένος, ο περίτρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφόβως — περίφοβος in great fear adverbial περίφοβος in great fear masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφοβον — περίφοβος in great fear masc/fem acc sg περίφοβος in great fear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφόβοις — περίφοβος in great fear masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφόβου — περίφοβος in great fear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφόβους — περίφοβος in great fear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφόβων — περίφοβος in great fear masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφοβα — περίφοβος in great fear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφοβοι — περίφοβος in great fear masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»