περίφοβος
Смотреть что такое "περίφοβος" в других словарях:
περίφοβος — in great fear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβος — η, ο / περίφοβος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος. επίρρ... περιφόβως ΝΜΑ με πολύ μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόβος (πρβλ. επί φοβος)] … Dictionary of Greek
περίφοβος — η, ο ο πολύ φοβισμένος, ο περίτρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιφόβως — περίφοβος in great fear adverbial περίφοβος in great fear masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβον — περίφοβος in great fear masc/fem acc sg περίφοβος in great fear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβοις — περίφοβος in great fear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβου — περίφοβος in great fear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβους — περίφοβος in great fear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφόβων — περίφοβος in great fear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβα — περίφοβος in great fear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοβοι — περίφοβος in great fear masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)